- προσεπάγω
- πρός , ἐπί-ἄγαμαιwonderpres imperat mp 2nd sgπρόσ-ἐπάγωbring onpres subj act 1st sgπρόσ-ἐπάγωbring onpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπάγω — Α 1. προκαλώ επί πλέον 2. προσθέτω επί πλέον («προσεπάγει τῇ ψευδογραφίᾳ λέγων οὕτως», Γαλ.) 3. παθ. προσεπάγομαι οδηγούμαι ενώπιον δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπάγω «οδηγώ, επιφέρω, προκαλώ»] … Dictionary of Greek